αγωγείον

αγωγείον
ἀγωγεῑον, το (Α) [ἀγωγός]
οικία μαστροπού, προαγωγού, πορνείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] …   Dictionary of Greek

  • φαλλαγωγείον — τὸ, Α όχημα που χρησιμοποιούσαν κατά την φαλλαγωγια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγεῖον (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. ὑδρ αγωγεῖον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”